ασβόλη

ασβόλη
η (AM ἀσβόλη, η
Α και ἄσβολος, η, ο)
η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς
νεοελλ.
η συμφορά, η δυστυχία
μσν.
το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά
αρχ.
η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης ετυμολογίας, για την ερμηνεία των οποίων έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Το αρχικό μόρφημα της λ. (ασ-) δυνατόν σε ΙΕ. ρίζα *as- «καίω, φλέγομαι ξηραίνω» (πρβλ. λατ. ara «βωμός», āreō «είμαι ξηρός», αρχ. ινδ. āsa- «στάχτη») ή σε ρίζα *azd- (< *as-) (πρβλ. άζω Ι) ή τέλος σε ρίζα *azg- (< *as-) (πρβλ. αρμ. ačiwn «στάχτη», αρχ. άνω γερμ. asca, γερμ. Asche «στάχτη»). Δυσχέρειες παρουσιάζει εξάλλου η μορφολογική ανάλυση του άσβολος (συνηθέστερου αττ. τ. του ασβόλη), και συγκεκριμένα του β' συνθετικού -βολος, η προφανής συγγένεια του οποίου με το βάλλω δυνατόν να είναι τυχαία ή να οφείλεται σε παρετυμολογία.
ΠΑΡ. ασβολώνω (AM -ώ, -όω), ασβολώδης
μσν.- νεοελλ.
ασβολερός.
ΣΥΝΘ. μσν. ασβολοποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσβόλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλη , ἀσβολάω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀσβολάω pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱σβόλη , ἀσβολάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀσβολάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσβόλῃ — ἀσβόλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβόλη — η μαυρίλα από καπνό, καπνιά, φούμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσβόληι — ἀσβόλῃ , ἀσβόλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσβόλην — ἀσβόλη fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλην , ἀσβολάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱σβόλην , ἀσβολάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀσβολάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀσβολάω imperf ind act 1st sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσβόλης — ἀσβόλη fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσβολάω pres ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβολοποιός — ἀσβολοποιός, όν (Μ) αυτός που μετατρέπει κάτι σε ασβόλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασβόλη + ποιός < ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • συνασβολώ — όω, Α μαυρίζω κάτι με ασβόλη, με καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσβολῶ «μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά» (< ἀσβόλη)] …   Dictionary of Greek

  • άσβολος — ἄσβολος, η, ο (Α) η ασβόλη* …   Dictionary of Greek

  • ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”